- Στέρνμπεργκ
- Νφρ. «Στέρνμπεργκ κύτταρο»ιατρ. πολυπύρηνο γιγαντοκύτταρο που είναι παθογνωμονικό τής λεμφοκοκκιωματώσεως και εμφανίζεται στα λεμφογάγγλια και στα αιμοποιητικά όργανα τών πασχόντων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ντίτριχ, Μάρλεν — (Marlen Dietrich, Βερολίνο 1902 – Παρίσι 1992). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γερμανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου και του θεάτρου Μαρία Μαγκνταλένα φον Λος (Maria Magdalena von Losch). Φοίτησε στη δραματική σχολή του Μαξ Ράινχαρτ κι ύστερα… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γιάνινγκς, Έμιλ — (Emil Jannings, Ρόρσαχ, Ελβετία 1884 – Στρομπλ, Αυστρία 1950). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Επιβλήθηκε στο θέατρο ύστερα από μακρά και σκληρή μαθητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας πήρε μέρος ακόμα και σε ασήμαντους… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Νόιτρα, Ρίτσαρντ Τζόζεφ — (Richard Joseph Neutra, Βιέννη 1892 – Βούπερταλ, Γενεύη 1970). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Αυστριακής καταγωγής, μαθητής του Ότο Βάγκνερ και του Άντολφ Λόος, συνεργάστηκε στην Ευρώπη με τον Γκρόπιους και τον Μέντελσον. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου… … Dictionary of Greek
Ντράιζερ, Θίοντορ — (Theodore Dreiser, Τερ Οτ, Ιντιάνα 1871 – Χόλιγουντ 1945). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος Γερμανού εργάτη που είχε μεταναστεύει στις ΗΠΑ, πέρασε δυστυχισμένα και φτωχικά παιδικά χρόνια· σπούδασε κάτω από ανώμαλες συνθήκες και άρχισε πολύ νωρίς να… … Dictionary of Greek
Σουκέ - Μπατόρ — Μογγόλος επαναστάτης και πολιτικός (Μαϊμάτσεν 1893 1923). Βοσκός στο επάγγελμα και αυτοδίδακτος άρχισε τη δράση του το 1914 πολεμώντας ενάντια στους φεουδάρχες και στον κινεζο ιαπωνικό στρατό κατοχής. Το 1921 ίδρυσε με τον Τσοϊμ παλσάν το Εθνικό… … Dictionary of Greek